- Μαμελούκος
- ο (Μ Μαμελοῡκος και Μαμαλοῡκος και Μαμουλοῡκος και Μαμουλούκης)στον πληθ. οι Μαμελούκοισώμα στρατιωτικών δυνάμεων επανδρωμένων από δούλους, οι οποίες έθεσαν υπό τον έλεγχό τους διάφορα μουσουλμανικά κράτη κατά τον μεσαίωνα και εγκαθίδρυσαν δική τους δυναστεία στην Αίγυπτο και τη Συρία από το 1250 ώς το 1517.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. mamlūk «δούλος, σκλάβος»].
Dictionary of Greek. 2013.